τόρτριξ

τόρτριξ
ο, Ν
ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής πολυπληθούς οικογένειας τορτρικίδες, με 4.500 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη, τών οποίων οι φυτοπαρασιτικές προνύμφες προσβάλλουν πολλά δένδρα και θάμνους προκαλώντας συχνά σοβαρές βλάβες
β) μεγαλόσωμο φίδι με κυλινδρικό σώμα, καλυμμένο με λεία λέπια που στο τελευταίο τμήμα του διατηρεί πολύ μικρά κατάλοιπα πισινών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tortrix < νεολατ. tortrix < λατ. tortus «στριφτός» < ρ. torqueo «στρέφω, γυρίζω», λόγω τού ότι το έντομο ζει μέσα σε φύλλα τα οποία τυλίγει γύρω από το σώμα του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τορτρικίδες — οι, Ν ζωολ. πολυπληθής οικογένεια λεπιδόπτερων εντόμων, τής οποίας τυπικό γένος είναι ο τόρτριξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”